Επιλέξετε παρακάτω:
Εμμανουήλ Ανδ. Κοντογιάννη
ΑΪΜΟΝΑΣ Παράδοση – Ιστορία – Μνημεία – Λαογραφία (1986)
Δημήτριος Βασ. Σαμόλης
Κρητικά Μερακλήκια
Μανόλης Γ. Κοντογιάννης
Ερωτοκελαϊδίσματα
Χρύσα Ι. Παγκάλου
Ονείρου Οδύσσεια
Ειρήνη Μάθεση Τερζάκη
Ζήσε ξανά σαν παιδί – Αξίζει να το ζεις
Σου πάει να γελάς
Η Γη της Λεβεντιάς
ΑΪΜΟΝΑΣ Παράδοση – Ιστορία – Μνημεία – Λαογραφία (1986)
του Εμμανουήλ Ανδ. Κοντογιάννη
Θυσίες
Αν οι θυσίες πήγαιναν χαμένες
δεν θα υπήρχανε πατρίδες δοξασμένες
πολιτισμός και έργα τέχνης
ιδέες θα ‘τανε αφηρημένες.
Κι όμως διαμέσου της θυσίας
ξεπήδησε κι η ιστορία
κι ανέβασε τ’ ανθρώπου την αξία
ιδανικά του πρόσφερε κι Ελευθερία.
Να τι οδήγησε κι εμάς
τον τόπο αυτό που κατοικούμε
να θέλουμε ακλώνητοι
πιο πάνω να τον δούμε.
Θέλουμε κάποτε να λένε
άνθρωποι πως εζήσανε κι εδώ
και ξέρανε το τι σημαίνει
εις τη ζωή να κάνεις το καλό.
Για τους πεσόντες
Επέσατε και γίνατε μακάριοι
κι ανάψατε της δόξας τον πυρσό
τη μνήμη σας τιμώντας η πατρίδα
σας έστησε ιερό βωμό.
Κι είναι η πατρίδα σήμερα κοντά σας
το χρέος της σε σας να εκπληρώσει
λίγα λουλούδια από δάφνη
στη μνήμη σας να παραδώσει.
Πιστοί στη μνήμη τη δική σας
αγωνιστήκαμε κι εμείς
να δώσουμε τιμή στο χρέος
που μας αφήσατε εσείς.
Το Φως
Ω! Πόσο θα ‘θελα να ήμουν φως
στης νύχτας στο πυκνό σκοτάδι
Ω! Πόσο θα ‘ταν όμορφο το ξύπνημα
εκεί που οι άλλοι τ’ ονομάζουν βράδυ.
Ω! Πόσο θα ‘θελα να ‘μουνα Αυγερινός
κι υποδοχή να έκανα κάθε πρωί στο ήλιο
να έρχεται αυτός της μέρας βασιλιάς
κι εγώ μετά απόμερα ήσυχα να καθίζω.
Ω! Πόσο θα ‘θελα να έβλεπα στον ουρανό ξαστερωμένο
και το φεγγάρι ολόχρυσο επάνω του να περπατά
και να κοιτάζει εδώ κι εκεί και να γελά
τον κόσμο όλο σαν θα έβλεπε προοδευμένο.
«Ο ΑΪΜΟΝΑΣ» Θεατρικό έργο για τον Αΐμονα
Πρόσωπα που εμφανίζονται:
Ανδρεανή – Βασίλης – Δημήτρης – Σταυρούλα -Στεργιωτή – Γιώργης – Μηλιά – Αθανασία – Αθηνά – Γεωργία
Ανδρεανή
Ένα παράξενο όνομα δόθηκε στο χωριό μας
Άειμονος λέγονταν παλιά, στον τόπο το δικό μας.
Ποιος όμως είναι ο νουνός, κανείς μας δεν το ξέρει
ακούστε γνώμες μερικές κι η καθεμιά τι λέει:
Άειμονος θέλει να μας πει, κάποτε ένας μόνο
στον τόπο τούτο έζησε, ξένος από τον κόσμο.
Αυτή ‘ναι μια εξήγηση π’ ασπάζονται πολλοί,
μα η αντίθετη άποψη, λέει : «Δεν ευσταθεί.»
Ν’ ακούσομε την άποψη, θα πρέπει και αυτή,
που οι υποστηρικτές της λένε, πως είναι η πλέον η λογική.
Ο Άειμονος λεγόντανε κι αλλιώτικα Αΐμων
από την εκκλησία του Άγιος Παντελεήμων.
Αϊ- Παντελεήμονας, πιο σύντομα Αΐμονας
με συγκοπή του Παντελή, που ήταν ελεήμονας
κατάφερε ο κύριος κι έγινε νουνός,
κι έδωσε το όνομά του, σε τούτο το χωριό
Υπάρχει κι άλλη άποψη, Τρίτη είναι αυτή
όμως, όσοι τη διατυπώνουν είναι επιφυλακτικοί.
Δεν αποκλείεται ο τόπος, τούτος να ήταν ιερός
και να γινότανε λατρεία, εδώ του Άμμωνος Διός.
Μα όλα αυτά που λέγονται δεν έχουν σημασία,
κι ας είναι και παράξενη αυτή η ονομασία.
Εκείνο που για μας μετρά, είναι πως τ’ αγαπούμε
κι ότι ενδιαφερόμαστε πιο πάνω να το δούμε.
(Φεύγει)
Βασίλης
Να μάθετε, θα θέλατε, πρέπει να ς ρωτήσω
την ιστορία του χωριού: γι’ αυτήν ήρθα να σας μιλήσω.
Και μην ξεχνάτε μαθητές πως θα γενείτε τώρα,
δάσκαλος θα γενώ κι εγώ, έστω για λίγη ώρα.
και θα ‘χω την απαίτηση, όλοι μα με προσέχετε
φώτιση λίγη κι από μένα στο νου σας να προσθέσετε!
Πάμε λοιπόν! Αρχίζομε: Τώρα θα σας σε πω:
Ίσως ο πρώτο κάτοικος να ήταν Βενετό.
Πού το στηρίζομε αυτό; Μα έχομε στοιχεία
και σπίτια βενετσιάνικα και μία εκκλησία.
Υπάρχει τείχος παλαιός, που ενσωματώθηκε σε σπίτια
στη γειτονιά των Τερζανών, πέρα για πέρα αλήθεια.
Ο Βενετός που έκτισε λένε την εκκλησία
ήτανε πλούσιος πολύ, λέγει μια μαρτυρία (τιμαριούχος).
Αυτήν την εδιέσωσε ο Ανδρέας Κοντογιάννης
και μας την διηγήθηκε γνωστή να μας την κάνει.
Μας είπε, πως επήγαινε, πάντα στην εκκλησία
καβάλα σ’ ένα άλογο φίλοι στην Παναγία.
Στην Κοίμησή της γιόρταζε αυτή η εκκλησία
δίπλα ‘τανε το σπίτι του, λέγει η μαρτυρία.
Υπάρχουν κι ελιές παλιές γιγάντιες, σαν το βουνό,
φράγκικα δέντρα λέγουν τις σήμερα στο χωριό.
Στοιχεία περισσότερα κάποτε θα διαβάσετε
στο υπό έκδοση βιβλίο του Συλλόγου, αυτό μην το ξεχάσετε!
Πολύ θα σας εκούρασα, μα δεν το λέτε αυτό.
Υπάρχει αρχαία ιστορία, πλούσια γύρω από το χωριό,
για αυτήν θα σας μιλήσει άλλος, ίσως και πλέον ειδικός.
Δημήτρης
Αν τέλειωσες Βασίλη, πες μου, θα πάρω τώρα εγώ σειρά
σταμάτησε κι εσύ ν’ ακούσεις και λίγα γύρω απ’ τα παλιά.
Βασίλης
Θα το ‘θελα αυτό Δημήτρη, μα το ‘χω πάντα για αρχή
δε θέλω να γενώ αιτία, να χάσεις εσύ την προσοχή.
Δημήτρης
Ευχαριστώ πολύ Βασίλη, πήγαινε τώρα μαθητής
’πο δάσκαλος κι εσύ να γίνεις, και κοίτα δώσε προσοχή!
Λοιπόν! Λοιπόν! Γιατί εδώ, ήρθα να σας μιλήσω;
πέστε μου γιατί ξέχασα, μη σας ταλαιπωρήσω!..
Ήμουν κι εγώ εις το σχολειό, άριστος μαθητής
μα πάντα τα ξεχνούσα όλα! Και μη θαρρείτε πως γιατί
είν’ εύκολο μπροστά σε κόσμο να βγεις ν’ αρχίσεις να μιλείς.
(Λέει: «Λοιπόν!» και βάζει το δάκτυλο στο κεφάλι. Επαναλαμβάνει το «Λοιπόν!» καθυστερεί λίγο και μετά λέει: )
Λοιπόν! Λοιπόν! Α! Ναι το βρήκα! Μα είπαμε για τα παλιά
σπάσιμο θέλει το κεφάλι σταμάτησε πάλι ξανά.
Αρχίζομε λοιπόν! Κι αν κάτι θα ξεχάσω,
Να μη με κρίνετε αυστηρά, γιατί μετά θα σκάσω
(Κάνει ένα μορφασμό, αδιαφορίας, δείχνοντας έτσι ότι δεν του καίγεται καρφί.)
Υπήρχαν στο χωριό τριγύρω, πολύ παλιοί συνοικισμοί
και στις κατσάβρες ζήσανε, Έλληνες Αλεξανδρινοί.
Κι άλλα, πάρα πολλά στοιχεία μιλούν για κείνον τον καιρό,
δεν έρχονται τώρα στο νου μου γι’ αυτό συμπάθεια σας ζητώ.
Γιώργης
Εμένα λεν τη γειτονιά μου σήμερα ακόμη Γαδικά
Τούρκοι αγάδες κατοικούσαν, δεν είναι ψέματα αυτά.
Τα σπίτια τους υπάρχουνε και κατοικούνται ακόμη,
θα ρημωθούνε κι αυτά, αυτής είμαι της γνώμης.
Πιστεύω να το ξέρετε κύριοι το γιατί,
για δεν υπάρχει σήμερα, νέος εκεί κανείς!..
Και ιστορίες τούρκικες, γράφτηκαν εδώ πολλές,
ο δάσκαλος τις συγκεντρώνει μην ξεχαστούνε και αυτές.
Θρύλοι πολλοί και παραδόσεις, σκορπίστηκαν σ’ αυτόν τον τόπο,
μαζεύονται τώρα κι εκείνες, από την μνήμη των ανθρώπων.
Να σταματήσω θα ‘πρεπε ίσως εδώ λιγάκι
για να ευχαριστήσουμε το Δράκο τον Τερζάκη.
Και δεν το λέμενε αυτό γιατί τον αγαπούμε
κι άλλους πολλούς μαζί μ’ αυτόν εμείς ευχαριστούμε.
Αλλ’ επειδή εφρόντισε κι είναι καταρτισμένος
και τσ’ ιστορίες του χωριού ο πλέον μαθημένος.
Ακόμα έχω κύριοι πολλά να σα σε πω
δε πρέπει να επιχειρήσω, θα ‘ταν πολύ κουραστικό.
Μονάχα πότε φύγανε, οι Τούρκοι από το χωριό
έχω την υποχρέωση ακόμα να σας πω.
Στην επανάσταση του ‘66πρόβλεπαν λέει χαλασμό
και πήρανε ότι μπορούσαν και λάδωσαν από εδώ.
Έξω από το Ηράκλειο σε κάποιο χωριουδάκι
πήγαν και κατοικήσανε, το λένε Τσαλικάκι.
Μα δεν ξεχνούσαν το χωριό μας, το αγαπούσανε πολύ
τις σχέσεις τους δεν εδιακόψαν, ήταν κι εκείνοι χωριανοί!
Πολλές φορές λέει ρωτούσαν, τι γίνονται εις το χωριό
κι ευχαριστιότανε, όπως λένε, όταν ακούγαν το καλό.
Για τις δουλειές τους προτιμούσαν, πολλές φορές και χωριανούς,
γιατί ήταν άνθρωποι κι εκείνοι, ωσάν και μας τους χριστιανούς.
Τούρκοι κι αν ήτανε εκείνοι, σ’ έκαναν να συγκινηθείς
τις διαφορές σας να ξεχάσεις, κοντά τους λίγο να βρεθείς! …
Και τώρα αντίο από μένα, έχει κι άλλος σειρά,
θέλει κι αυτός να σας μιλήσει, και δεν μπορεί να κρατηθεί.
Σταυρούλα
Όλοι που πρωτομίλησαν, μιλήσανε για περασμένα,
δε με συγκίνησαν μ’ αυτά καθόλου, ήτανε κι ανακατωμένα.
Για όλα που σας είπανε, δεν έχουν αποδείξεις,
όλα αυτά στηρίζονται μονάχα στις ενδείξεις.
Πέρα από ‘δω δεν προχωρώ, θα ήταν αδικία,
μιλάει η παράδοση και γράφει ιστορία.
Εγώ μονάχα θα μιλήσω για ιστορία αληθινή,
που γράφτηκε στον εικοστό αιώνα, φίλοι και χωριανοί.
Στον πόλεμο του δώδεκα ως και του δεκατρία (1912-1913)
έλαβαν μέρος χωριανοί, πολέμησαν μ’ ανδρεία.
Ποιοι όμως ήτανε αυτοί δε θα τους αναφέρω
στρατιώτες ήτανε απλοί αυτό μονάχα λέω.
(Ιωάννης Εμ. Τζεδάκης ή Τζεδογιάννης)
(Γεώργιος Δ. Συγλέτος ή Συγλετογιώργης)
(Θεόδωρος Εμ. Σαμόλης)
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914 – 1918
Το δεκαπέντε πιάστηκαν και πέντε αιχμαλώτοι,
στη Γερμανία βρέθηκαν οι δύστυχοι ανθρώποι.
Δυο χρόνια κάνανε εκεί, σε στρατόπεδο κλεισμένοι,
λέγανε καλά περάσαν, μα ‘τανε δυστυχισμένοι.
Πως γυρίσανε οπίσω, είναι άλλη ιστορία
τα κατάφεραν να ‘ρθουνε τούτο έχει σημασία.
(Ιωάννης Δ. Φλουρής ή Ορφανός)
(Ιωάννης Α. Φλουρής ή Αντρουλογιάννης)
(Βασίλειος Κ. Φλουρής ή Κωνσταντοβασίλης)
(Βασίλειος Μ. Λιναρίτης ή Μανουσοβασίλης)
(Βασίλειος Ν. Τερζάκης ή Ντερτζοβασίλης)
Μικρασιατική εκστρατεία
Στον πόλεμο με την Τουρκία εις την Μικρά Ασία
και άλλοι πολεμήσανε χωρίς καμιά δειλία
Οι Τούρκοι αιχμαλωτίσανε ένα Αϊμονίτη
τον άτυχο τον λέγανε Γεώργιο Λιναρίτη.
Τον βάλανε σαν άλογο να σέρνει και το κάρο,
μέχρι που ήρθε συντροφιά και τονε πήρε ο Χάρος.
Του δίδανε αντί φαΐ, άχερα για να φάει
και χάθηκε απ΄ τα βάσανα, τα διηγιόνταν οι άλλοι.
(Γεώργιος Λιναρίτης του Χρήστου)
Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940
Το σαράντα πήραν όλοι, τσ΄ Αλβανίας τα βουνά,
επολέμησαν και τούτοι, σαν να ήτανε θεριά.
Τρεις σκοτώθηκαν και πήραν δόξα αθάνατη μαζί τους,
νιώθουμε υπερηφάνεια και εμείς και οι δικοί τους.
Ακούστε τα ονόματά τους σαν είδος προσκλητήριο
είν΄ υποχρέωση αυτό σε τέτοιο ακροατήριο.
(Κοντογιάννης Εμμανουήλ του Αντωνίου)
(Λιναρίτης Στυλιανός του Εμμανουήλ)
(Λιναρίτης Χρήστος του Κων/νου)
Είχαμε και τραυματία, θραύσματα έχει στο κορμί,
δε ζητά γι΄ αυτό εκείνος, ιδιαίτερη τιμή.
Δυο ανάπηρους επίσης, είχε τότε το χωριό,
δεν αντέξανε στο χιόνι, ήταν κρύο παγερό.
Και σ’ αυτούς θ’ αναφερθούμε, δεν θα ήτανε σωστό,
την τιμή τους ανήκει, να την χάσει το χωριό.
(Εμμανουήλ Μιχαήλ Φλουρής ή Μιχαλομανόλης – τραυματίας)
(Μιχαήλ Τζεδάκης ή Μιχός – ανάπηρος)
(Μιχαήλ Φλουρής του Ιωάννη ή Ορφανομιχάλης – ανάπηρος)
Κι όταν ‘ρθανε οι Γερμανοί σε τούτο το νησί
και ζούσαν όλοι οι Έλληνες τη μαύρη κατοχή,
είπανε πάλι το παρόν όλοι οι χωριανοί
κι αντίσταση εκάμανε κι αυτοί εις τους Ναζί.
Όλους τους άνδρες τους χωριού, στου Αϊ- Γιάννη το λακκί,
συλλάβανε να εκτελέσουν, ήταν καλά εκεί.
Στο Ρέθυμνο ειδοποίησαν, να πάρουν διαταγή
να κάνουν την εκτέλεση οι φοβεροί Ναζί
Τυχαίως όμως βρέθηκε ο Φρούραρχος εκεί,
ο Γερμανός που είχαμε εις την περιοχή.
Εκείνος ήτανε η τύχη και σώθηκαν οι χωριανοί,
είπε ότι στον Άειμονο, οι άνθρωποι είν’ καλοί!
Σήφη το λέγανε αυτό, τύχη είχε κακή,
για εκδίκηση τσ΄ Ανωγειανούς, έδωσε τη ζωή!
Όμως και δύο χωριανούς, εκτέλεσαν οι Γερμανοί
κι ήτανε τρομερό κι αυτό, γιατί ήτανε καλοί.
Ο ένας ήταν δάσκαλος κι άλλος γεωργός,
ο θάνατος τους βύθισε σε πένθος το χωριό.
(Βασίλειος Τζεδάκης του Νικολάου – δάσκαλος)
(Αλέξανδρος Σαμόλης του Αντωνίου – γεωργός).
Πολλά σας είπα σταματώ, κουράστηκα κι εγώ,
να συνεχίσει κάποιος άλλος θα πρέπει απ’ εδώ.
Στεργιωτή
Ήρθα κι εγώ να σας ζαλίσω ακόμα λίγο το μυαλό,
για τον εμφύλιο θα σας μιλήσω, υπομονή παρακαλώ.
Τρεις ακόμα στρατιώτες, σκοτώθηκαν για λευτεριά,
μαύρη τους κυνηγούσε μοίρα, ο ένας είχε και παιδιά.
Στις μάχες με τους συμμορίτες, εκεί στου Γράμμου τα βουνά,
στεφάνι φόρεσαν ΄πο δάφνη, του χωριού μας τα παιδιά.
Να και τα ονόματά τους, που τιμούμε όλοι εμείς
Φίλοι, συγγενείς και ξένοι και πιστεύουμε κι εσείς.
Κωνσταντίνος Φλουρής του Γεωργίου
Εμμανουήλ Σηφάκης του Αντωνίου
Ιωάννης Παπαδάκης του Σταύρου.
Από τότε και ως τώρα, ζήσαμε ειρηνικά,
μόνο η εισβολή στην Κύπρο, μας ετάραξε ξανά (1974).
Εταράχτηκε ο κόσμος, ήθελε να πολεμήσει,
τη θρασύτητα των Τούρκων, έπρεπε να τιμωρήσει.
Περισσότερα αν πω, ίσως να μην ακουστώ
μην ξεχνάτε πως κι εγώ, παλαμάκια σας ζητώ,
κι γι’ αυτό θα σταματήσω
μήπως και σας συγκινήσω
(Ακούγονται βήματα στη σκηνή)
Τι ζητάς εσύ εδώ; Φύγε! Σε παρακαλώ
θα σε πάρω από πίσω κι αν σε πιάσω θα σε πνίξω!
Βασίλης
Άκου να δεις κοπέλα μου! Δεν πιάνουν απειλές,
δεν είσαι καπετάνισσα, να κάνεις ότι θες.
Κι αν θες χειροκροτήματα, έτσι άκουσα να λες
σταμάτησε σε μία άκρη κι αρχίνησε να κλαις.
Στεργιωτή
Δεν έχεις το Θεό σου, πάρα πολύ μιλάς,
θα τα ‘βρεις τα λεφτά σου, αυτό εσύ ζητάς.
Έχω νύχια να σε πνίξω κι όμως θα σου τη χαρίσω,
κάποτε όμως κι εγώ, πρέπει να σ’ εκδικηθώ.
Κοιτάτε και θα δείτε! Κι ύστερα θα μου πείτε:
Είν’ ο καημένος βλάκας μην τον παρεξηγείτε. (Φεύγει)
Βασίλης
Βλάκας μπορεί να είμαι, δεν της απαντήσω,
στη χαζομάρα όμως δε θα τηνε νικήσω! (Μετά από λίγο)
Είδατε πως τον βρίσκει, άνθρωπος τον μπελά του;
Στο δρόμο που πηγαίνει και κάνει τη δουλειά του;
Και τώρα την αλήθεια, ακούστε να σας πω,
χωρίς να θέλω έμπλεξα, δεν το ΄ξερα αυτό,
μ’ έβαλαν με το ζόρι, μπροστά σας για να ‘ρθω,
και τώρα κινδυνεύω και να βρεθώ χαζός.
Κι όμως κι η χαζομάρα χρειάζεται κι αυτή,
τι θα ‘καναν οι έξυπνοι αν λείπαν οι χαζοί;
Πρόθεση εγώ δεν είχα κανένα να προσβάλω,
γι’ αυτό και θα φωνάξω αμέσως έναν άλλο.
Έλα να συνεχίσεις! Να πάρεις το ρεγάλο,
με φθάνει η κουταμάρα ως δώρο που θα πάρω.
Αυτό μονάχα θα του πω και θα εξαφανιστώ.
Πρέπει συ να συνεχίσεις, δεν θα ΄χεις ενοχλήσεις,
για τη σκούφια του καθένα πρέπει να τους μιλήσεις . (Φεύγει)
Γιώργης
Πέστε μου αυτό που λέει, το θέλετε κι εσείς;
Κύριοι μη μου πείτε, πολύ μας ενοχλείς.
Τι μας είπαν θα σας πούμε, μόνο αυτό επιθυμούμε,
ερευνούμε την αλήθεια, τίποτ’ άλλο δε ζητούμε.
Ποιοι από το χωριό μας, είναι οι πιο παλιοί;
Κανείς δεν το γνωρίζει και θα ΄ναι υπερβολή.
Τον τίτλο αν ζητήσου, του πρώτου οικιστή.
Το μακρινό το παρελθόν, χάθηκε δυστυχώς,
κι έμεινε η παράδοση, σας το ‘παμε κι εμπρός.
Οι Τερζάκηδες μας είπαν, απ’ τους Λάκους των Χανίων,
Λιναρίτηδες, Συγλέτοι απ’ τα μέρη των Σφακίων,
Παπαδάκηδες, Παγκάλοι, λέτε να ‘ναι γηγενείς;
Την απάντηση ζητούμε, δεν την ξέρει όμως κανείς.
Κι οι Φλουρήδες δεν το ξέρουν πότε γίναν χωριανοί,
είναι πάντως κι εκείνοι, στο χωριό πολύ παλιοί.
Μόν’ η γενιά του Μίχαλου, Φλουρήδες βέβαια κι αυτοί,
κατάγονται απ’ τη Θοδώρα, ο Μϊχαλος γεννήθηκε εκεί.
Οι Τζεδάκηδες μας λένε, ήλθαν απ΄ τον Καμαριώτη,
όλοι δεν είναι σίγουρο, τονίζουν οι ανθρώποι.
Οι Σηφάκηδες δεν πρέπει να γνωρίζουνε κι αυτοί,
αν θα είναι Λασιθιώτες ή αν θα ‘ναι Σφακιανοί.
Μονάχα οι Κοντογιάννηδες έχουν γνωστή καταγωγή,
ξεκάθαρο ‘ναι πως αυτοί, είναι Ανωγειανοί.
Και οι Σαμόληδες δεν πρέπει, απ’ αλλού καταγωγή,
να ‘χουνε όπως μας λένε, είναι κι αυτοί Ανωγειανοί.
Από τη Νεάπολη είν’ οι Μαγκωνάκηδες
κι από το Φαράτσι είναι οι Ρουμπάκηδες.
Κι οι Βερτούδηδες απ΄ το Κρυονέρι,
είναι ακόμη κι άλλοι από άλλα μέρη.
Κι ένας Σκουλούδης, απ’ τον Κωστεφάνου,
Λόρδο τονε λένε και τον τίτλο χάνουν.
Κι ο Στρατής ο Βενετίου, απ’ τη Μυτιλήνη,
που ο θάνατός του φέρνει μας στην μνήμη.
Διγενή και Χάρο μέσα στο αλώνι,
τον χτυπά ο Χάρος και τον θανατώνει.
Κι απ΄ την Αλβανία έχομε εδώ,
Θεοδόση Νούση λεν τονε αυτό.
Το χωριό μας ήταν, πάντοτε σταθμός,
είναι ωραίος τόπος και περαστικός.
Κι όμως δε σας κρύβω, ήτανε φτωχό,
Έτσι μας το λένε, τον παλιό καιρό!
Τώρα είναι αλήθεια, πως ευημερεί,
γιατί εργαστήκαν αφάνταστα οι παλαιοί.
Καλλιέργησαν τη γη του και την έκαναν φυτείες,
γι’ αυτό και βγάζουν σήμερα, πλούσιες εσοδείες.
Ένα μονάχα το κακό, αγιάτρευτο κι αυτό
είναι ότι εφύγανε, πολλοί απ’ το χωριό! (Φεύγει)
Σταυρούλα
Κάποτε λέγαν οι παλιοί, μακάρι να ΄τανε σωστό,
πως είν’ γλυκιά τα χώματά μας, γι’ αυτό και μέναμε εδώ.
Η παραστιά μας λέει αθό, δεν έκανε ποθές
άραγε ήτανε αλήθεια, ή μήπως ήτανε ψευτιές;
Μηλιά
Κι εγώ το είχα αυτό ακούσει, κατάσταση καμιά,
όπου κι αν εβρισκότανε, δεν κάναν βρε παιδιά.
Κατάρα λέει είχανε αυτοί και τα παιδιά τους.
Κι όσα κι αν δουλεύανε δε δίπλωνε ο γιακάς τους.
Αθανασία
Τα είχα ακούσει, μα δεν το πίστεψα ποτέ,
γιατί ήτανε αγράμματοι δεν ξέρα από πονηριές.
Αυτή θα πρέπει να ‘ταν η αιτία.
Δεν ξέρετε την παροιμία
Είναι και κείνη προϊόν ανθρώπινης σοφίας.
Δούλεψε ανέ θες να φας και κλέψε για να έχεις,
δεν έχει η αλήθεια αυτή, καθόλου εξαιρέσεις.
Σταυρούλα
Χωρίς να κλέψουν κι έχουνε, ξέρω εγώ πολλούς
και μάλιστα θα σου το πω, από τους χωριανούς.
Έχουνε σπίτια και λεφτά, μπορείς να πεις και αρκετά.
γι’ αυτό δεν παραδέχομαι οτ’ είπες πιο μπροστά.
Μηλιά
Όσοι έχουνε τα βρήκανε, ή πήγανε στην Γερμανία
κι εγώ πιστεύω εξαίρεση, δεν έχει η παροιμία.
Σπάνια γίνονται λεφτά, με την οικονομία!…
Αθανασία
Μόνο ένας τρόπος που κι αυτός, σήμερα δεν υπάρχει
σ’ έκανε για να πας μπροστά, κατάσταση για να ΄χεις,
χωράφια σαν αγόραζες κοντά στην πολιτεία,
οικόπεδα θα γίνονταν και θα ‘παιρναν αξία.
Μηλιά
Έπρεπε να ‘σαι ανοιχτομάτης κι ακόμα λίγο τυχερός,
έτσι μονάχα θα μπορούσες, κάποτε να βρεθείς εμπρός.
Υπάρχει κι άλλη παροιμία, άκου κι αυτή τι λέει:
Ο φτωχός για να πλουτίσει μόνο η πείνα τ’ απομένει.
Πιστεύω να επείστηκες, πως έτσι είναι αυτά,
αν έχεις το σταυρό στα χέρια, δε σου σιμώνουν τα λεφτά.
Σταυρούλα
Εντάξει βρε παιδιά! Να κλέβομε λοιπόν κι εμείς,
μονάχα που φοβούμαι, ότι στη φυλακή,
αμέσως θα βρεθούμε και δε θα ξαναβγούμε!
Τέτοιες ιδέες στο νου μου δεν τις βάνω,
εγώ να γίνω κλέφτρα; Καλλιά ‘χω να πεθάνω!
Καλύτερα θα κόψω τα χέρια μου απ΄ εδώ,
τέτοιο μεγάλο τίτλο εγώ δεν τον μπορώ.
Μηλιά
Δεν κατάλαβες καλά! Κι όμως δεν μοιάζεις για κουτό
να κλέβεις με τα χέρια; Δε λέμε ‘μεις αυτό.
Ξέρεις με το εμπόριο, όταν θ’ ασχοληθείς,
πολλά λεφτά θα κάνεις, θα νοικοκυρευτείς;
Κερδίζεις όταν αγοράζεις, το ίδιο σαν πουλάς,
κι έρχονται μοναχά τους στην τσέπη τα λεφτά.
Σταυρούλα
Άρχισα να καταλαβαίνω κι άλλο δεν επιμένω,
έμπορος θ’ αρχίσω, ‘πο τώρα να μαθαίνω.
Είναι αλήθεια πως κι εμένα, πολύ μ’ αρέσουν τα λεφτά,
Χριστός Ανέστη λένε όλοι! Φέρνουνε πάντοτε αυτά.
Αθανασία
Κι εμπόρους έχει το χωριό μας, σ’ όλες τις δουλειές,
εξύπνησαν οι άνθρωποι, και ζουν καλά που λες.
Μανάβηδες, κασάπηδες και πλήθος καφετζήδες
ζωέμποροι, μπακάληδες κι ακόμη πουλατζήδες,
έμποροι αρωματικών, φυλλάδες γυρολόγοι,
έχουν σαν επαγγέλματα οι χωριανοί εμπόροι.
Μηλιά
Μπράβο τους! Είναι έξυπνοι και προοδευτικοί
κι ας το λένε πως εβραιοχώρι, ότ’ είμαστε εμείς.
Όλοι το λένε από ζήλια, που βλέπουνε πως προοδέμε,
κανένα δεν παρεξηγούμε, φίλους εμείς όλους τους θέμε.
Αθανασία
Ξεχάσαμε και τους τεχνίτες, είναι κι αυτοί πολλοί,
τσαγκάρηδες και ράφτηδες, ήταν οι πιο παλιοί.
Οι τέχνες τους μπατάλεψαν κι έγιναν τώρα γεωργοί,
είν’ όμως νοικοκύρηδες, κι αυτοί πολύ καλοί.
Έχομε και σιδεράδες που αξίζουνε παράδες,
κι ασχολούνται μ’ όρεξη, σ’ όλες τους μπελάδες.
Σιδηρά κουφώματα και σόμπες με πατέντα,
γενναία τους αμείβουνε κι έχουνε και ρέντα.
Και το πιο σπουδαία, βγάλανε και φήμες
τι τα θες τα γράμματα; Να! Που ‘ναι η επιστήμη.
Οικοδόμους, εργολάβους, υδραυλικούς και σοβατζήδες
έχομε και απ’ αυτούς με δουλειές πιτήδειες,
Ξέχασα τσ’ ηλεκτρολόγους και το δάσκαλο οδηγών,
τη δουλειά τους εκτιμούνε, όλοι στο χωριό.
Οι άνθρωποι εργάζονται με όρεξη σωστή
και αστικά ακίνητα έχουν οι πιο πολλοί.
Σταυρούλα
Και τώρα σας ζητούμε, συγγνώμη που γιατί,
υπάρχουν λέει και άλλοι που θέλουνε και αυτοί,
τη γνώμη τους να πούνε, γι’ αυτό και σταματούμε.
Βασίλης
Πολλά δε μας σε λένε, ετούτοι οι ανθρώποι;
Κατάλαβα πως θέλουν, φαίνεται να ‘ναι πρώτοι.
Μα εγώ δεν το νομίζω, μάλλον εγωιστές
δείχνουνε ότι είναι, όλοι ασυζητητές.
Είναι κι αλλού άλλα χωριά, δεν πρέπει να ξεχνάνε
πολύ καλύτερα, θα τους το πω! Κι ας μη το λησμονάνε.
Ύστερα τον Αΐμονα τον ήξερε κανείς;
Όχι θα πρέπει ν’ απαντήσεις, αν θες να είσαι ειλικρινής.
Ούτε στο χάρτη αναφερόταν, μονάχα στις απογραφές
μπορείς να βρεις το όνομά του, πως ζούσαν κι εδώ ψυχές.
Τώρα πια ήταν η αιτία, που δεν έγραψαν ιστορία,
δεν ξέρω εγώ ούτε ρωτώ, μπορεί να είναι αδικία,
όμως δεν εδιέσωσε, κανείς μια μαρτυρία.
Φαίνεται αγράμματα να ζούσαν, σε τούτο το χωριό.
Και τώρα κοκορεύονται όλοι οι Αϊμονίτες,
πως είναι έμποροι καλοί και άριστοι τεχνίτες.
Δεν ξέρουνε στοιχηματώ, ακόμη την αιτία,
ότι η ιστορία γράφεται και μένει στα βιβλία,
ίσως για κείνο προσπαθούν μήπως γραφτούν κι εκείνοι,
αν έτσι πάντα εργάζονται, ανάμνηση θα μείνει.
Στεργιωτή
Τι γίνεται στα γράμματα, αυτό δε θα το πούμε;
Πως μόρφωση να πάρουμε, όλοι μας προσπαθούμε;
Ίσως να εστερήσαμε, φίλοι στο παρελθόν
στα γράμματα, που σήμερα έχουν καλό παρόν.
Εννιά δασκάλους έχομε κι ένα καθηγητή,
ακόμη ένα δικηγόρο και άλλο ένα ΟΤΕτζή.
Τον τραπεζίτη θα ξεχνούσα που σπούδασε στην Α.Σ.Ο.Ε
και πλήθος άλλους υπαλλήλους εις των γραμμάτων τις δουλειές.
Αθηνά
Αν τέλειωσες να συμπληρώσω, ότι ξέχασες εσύ;
Στεργιωτή
Ναι. Αθηνούλα λένε, αμέσως κάνε αρχή.
Αθηνά
Ξέχασες μια δικηγορίνα τ’ αεροπόρου που ‘ναι στην Αθήνα.
Και του Τζατζά την κόρη που είναι δικαστίνα,
και σ’ ένα υπουργείο μία τμηματαρχίνα
και τώρα τελευταία, εις την Ιατρική
εμπήκε κάποιος χωριανός μας κι είναι ακόμη φοιτητής.
Για το στρατό δεν είπαμε, έχομε και εκεί,
το λοχαγό τον Παντελή, τον ελικοπτερατζή.
Και στην αστυνομία δεν ήταν δυνατό,
παρά να έχομε και μεις, κι εκεί ένα δικό.
Τον υπομοίραρχο το Μάρκο, έτσι τον λένε στο χωριό.
Όσο για υπαξιωματικούς έχομε κι απ’ αυτούς,
στη χωροφυλακή και στο στρατό ως και λιμενικούς.
Δεν είπαμε και τους παπάδες τέσσερις είναι σωστοί
κι υπηρετούνε το Θεό, φίλοι εδώ και ‘κει.
Θα είχαμε ακόμη έναν, είχε γι’ αυτό σπουδάσει
κι όλος ο κόσμος ξέρει τον σαν τον παπά- Θανάση.
Την τελευταία τη στιγμή μετάνιωσε αυτός
και γίνεκενε ύστερα φίλοι Τραπεζικός.
Στεργιωτή
Ν’ αφήσουμε τα γράμματα ας πάμε μια στιγμή,
στους μουσικούς μας, που κι αυτοί πολλοί.
Κάποτε είχε το χωριό μας, σπουδαίο λυρατζή,
γέρο Συγλέτο λέγαν τον , με φήμη ξακουστή.
Και τώρα δύο επαγγελματίες με προτιμήσεις αρκετές,
έχομε και μας τιμούνε εκεί που πάνε για δουλειές.
Κι ακόμη πόσοι παίζανε όργανο στο χωριό,
νομίζω το δικαίωμα έχω να σας το πω.
Έξι ακόμη παίζαν λύρα, μα τώρα έχουν σταματήσει,
ερασιτέχνες ήτανε σε γάμους και βαπτίσεις.
Και δύο νεαρά παιδιά με αρκετό ταλέντο,
Τώρα παρουσιάζονται και ίσως έχουν μέλλον.
Αφήστε πόσοι παίζουνε, λαγούτο, μαντολίνο
είναι κι εκείνοι αρκετοί, γι’ αυτό και τους αφήνω.
Εις τον Απόλλωνα τιμή, εδώσαμε πολλή,
και μας εχάρισε κι αυτός πλούσια μουσική.
(Όλα τα παραπάνω αναφέρονται για το έτος 1986 όπου γράφτηκε το θεατρικό έργο)
Γεωργία
Τις χαρές μας τις είπαμε υπάρχει όμως κι άλλη μια,
όλοι μας συμμετέχομε στις λύπες μας και στη χαρά.
Τις διαφορές μας τις ξεχνάμε, τότε σαν τα παιδιά.
Εικόνα για να έχετε, πλούσια σφαιρική,
τα ελαττώματα μας λέμε, να μην πούνε μερικοί
πως είμαστε όλοι Φαρισαίοι!
Είμαστε χριστιανοί κι εμείς κι όχι Εβραίοι.
Ζηλόφθονοι πως είμαστε, δεν είναι αυτό κρυφό,
αυτό το παραδέχονται όλοι εις το χωριό.
Πρέπει κι ένα παράδειγμα όμως να σας σε πω:
Κάνει ο ένας μια δουλειά – αμέσως ξεφυτρώνει κι άλλος
το δρόμο θέλει να του κλείσει, να μη γενεί μεγάλος.
Δεν είναι άμιλλα αυτό, μάλλον αντιζηλία,
που δείχνει ότι έχομε ανθρώπινη κακία.
Είμαστε και πεισματικοί και στα κομματικά,
με πάθος πάντα συζητάμε για τα πολιτικά.
Τις κεφαλές μας μόνο που δε σπάμε! Γρήγορα όμως τα ξεχνάμε.
Ναι! Είμαστε ακόμη που λες, και στα κοινοτικά
τόσο ευπαθείς και βίαιο, όσοι δεν είναι πουθενά.
Όλοι για την περίπτωση έχουν φιλοδοξίες
και ξεφυτρώνουν απ΄ αυτές και μίση και κακίες.
Κι όμως κι εδώ να πούμε, μπορούμε ευτυχώς,
που όλα ξεπερνιούνται, πάλι με τον καιρό,
γιατί γεννά η κότα γεννά κι ο πετεινός.
Αυτά και τόσα άλλα, που ‘χαμε να σας πούμε,
πιστεύω πως κανένα σας δεν θα δυσαρεστούμε.
Την τελευταία μας ματιά, ας μας επιτραπεί,
σε σας να τηνε στρέψουμε και θα σας πούμε το γιατί:
Ένα μεγάλο ευχαριστώ έχουμε να σας πούμε
και αν σας εκουράσαμε συγνώμη σας ζητούμε!…