Επιλέξετε παρακάτω:
Εμμανουήλ Ανδ. Κοντογιάννη
ΑΪΜΟΝΑΣ Παράδοση – Ιστορία – Μνημεία – Λαογραφία (1986)
Δημήτριος Βασ. Σαμόλης
Κρητικά Μερακλήκια
Μανόλης Γ. Κοντογιάννης
Ερωτοκελαϊδίσματα
Χρύσα Ι. Παγκάλου
Ονείρου Οδύσσεια
Ειρήνη Μάθεση Τερζάκη
Ζήσε ξανά σαν παιδί – Αξίζει να το ζεις
Σου πάει να γελάς
Η Γη της Λεβεντιάς
Ερωτικός Μονόλογος
Ήκουσα πως δε μ’ αγαπά και στην καρδιά ‘χε άλλο
μα σάικα πως θα ΄τονε ψώμα πολλά μεγάλο.
Αν ήκαμε αλλού φιλιά κι είναι καλλιά ‘ πο μένα,
απ’ την καρδιά τση εύχομαι να ζει ευτυχισμένα
Αν πάλι δε περνά καλά και θέλει να γυρίσει,
την πόρτα θα ‘χω ανοιχτή φτάνει να μου χτυπήσει.
Αν πάλι λόγια τση ‘χουνε φίλοι, γνωστοί για πωμένα
ποια θα ‘ν’ η γνώμη τση κοντό από παδά για μένα.
Ακόμη και να μ’ αρνηθεί εγώ θα τη λατρεύω,
ετόσονα που τη ‘γαπώ να τρεζαθώ κοντεύω.
Μόνο από τα χείλη τση κι ας μ’ έχουνε προδώσει,
σα ‘κούσω πώς δε μ’ αγαπά, ο νους μου θα μερώσει.
Αυτή ‘ναι όλη μου η ζωή κι άμα θα τηνε χάσω
πού θα τη βρω τη δύναμη τη ζήση να περάσω.
Τση καρδιάς
Δεν τηνε βάνω στη καρδιά γιατί θα την πληγώσει
και ‘γω δεν θέλω ετσά καημό σαν πρώτα να τση δώσει.
Θα τη γιατρέψω την καρδιά στου χρόνου την πορεία,
μόλις δοθεί κατάλληλη για μένα ευκαιρία.
Αν πέρναγε άλλη καρδιά ότι ‘χω ‘γω σερμένα
του Κάτω Κόσμου τα σκαλιά θα ‘χε κατεβασμένα.
Ντουχιουντισμένη μου καρδιά, σκέψη μου ταξιδιάρα,
για πες μου ποιος σε πλήγωσε και τα ‘χεις βάψει μαύρα.
Του πόνου τα χτυπήματα τα ‘χω συνηθισμένα,
γιατί στο κάθε ζάλο μου σαφή σκοντάφτω σ’ ένα
Θα μανταλώσω την καρδιά, τραβάγια να μην κάνει,
γιατί σαν είναι ‘μολυτή σε ταραχτά με βάνει.
Από το μπέτη την καρδιά θα τηνε ξεριζώσω
και θα τη ρίξω τ’ όρνεων ‘πό σένα μπας γλιτώσω
Του ονείρου
Όνειρα πλάθω ο δυστυχής κι ελπίζω πως θα βγούνε
αν δεν πνιγούνε στα νερά του πόνου και χαθούνε.
Ναυάγησε το όνειρο και χάθηκε η ελπίδα
γιατί ‘φυγε η απάπη μου νύχτα και δεν την είδα.
Είδα την πάλι στ’ όνειρο και εταταράχισέ με
γιατ’ είπε μου πως μ’ αγαπά και ‘σοκουζολανέ με.
Όνειρο είναι και σα ‘ρθει η μέρα θα ξυπνήσω
κι αδύνατο τέτοιες στιγμές στο ξύπνιο μου να ζήσω.
Ήθελα να ‘μουν όνειρο στον ύπνο τση να μπαίνω
και εφιάλτες καθ’ αργά και τρόμο να τση φέρνω.
Γιάντα ονείρατα κακά πάντα θωρώ τα βράδια
και ταραχούμαι και πονώ που ‘ν’ η ζωή μου άδεια;
Πείτε μου ένα όνειρο να ‘χει κρατήσει χρόνους
και μια φιλιά που γίνετε δίχως να σέρνει πόνους
Βιόλες
Άνυνδρη βιόλα του βουνού δίχως νερό πως κάνεις
και κάθε μέρα που περνά καινούρια φύλλα βγάνεις;
Βιόλα μου αορείτικη η τόση ομορφιά σου
ντίπι μυαλό δε μου ‘φηκε στη κεφαλή και ξά σου.
Κανακεμένη βιόλα μου κι ομορφομυρωδάτη
επόδωκές μου τη καρδιά λαβωματιές γεμάτη.
Άγρια βιόλα του βουνού η μυρωδιά σου φτάνει
μέσα στα φύλλα τση καρδιάς και μ’ έχει κουζουλάνει..
Απ΄ το μπαξέ τσ’ αγάπης μας ο κηπουρός εχάθη
κι απόμεινε απότιστη η βιόλα και μαράθη.
Αμά δε ποτιστεί καλά η βιόλα πως θ’ ανθίσει
να κάμει ρίζα δυνατή μεσ’ στο μπαξέ να ζήσει;
Βιόλες μαδώ και τσι ρωτώ χώρια τη κάθε μία
αν μ’ αγαπάς μ’ απάντηση δε δίνουνε καμία.
Των πουλιών
Πάντα την κτίζω τη φωλιά στο πιο ψηλό κλωνάρι
και πλέκω τη μαστορικά βοριάς μη μου την πάρει.
Ένα γλυκό κελάηδισμα γροικώ σα ξημερώνει
και μ’ ανελώνει την καρδιά το νου μου ξεσηκώνει.
Ξεπετασάρικο πουλί πες μου ίντα ζυγώνεις
σ την γειτονιά μου και το νου μου τονε ξεσηκώνεις.
Επέταξέ νε το πουλί και η φωλιά ‘πομένει
όπως και πρώτα αδειανή κι από αγάπη ξένη.
Πες μου πουλί μου τη φωλιά που έχεις καμωμένη
και μισερώθηκε η καρδιά για να σε περιμένει.
Πουλί απόυ ‘ναι δυνατό δεν το τρομοκρατούνε
οι μπόρες ακατάπαυστα όσο κι αν το κτυπούνε
Και τα πουλιά σωπάσανε μπλιο τους και δε λαλούνε
ποιος ξέρει ίντα θα ‘δανε και δεν το ‘μολογούνε.