Επιλέξετε παρακάτω:
Εμμανουήλ Ανδ. Κοντογιάννη
ΑΪΜΟΝΑΣ Παράδοση – Ιστορία – Μνημεία – Λαογραφία (1986)
Δημήτριος Βασ. Σαμόλης
Κρητικά Μερακλήκια
Μανόλης Γ. Κοντογιάννης
Ερωτοκελαϊδίσματα
Χρύσα Ι. Παγκάλου
Ονείρου Οδύσσεια
Ειρήνη Μάθεση Τερζάκη
Ζήσε ξανά σαν παιδί – Αξίζει να το ζεις
Σου πάει να γελάς
Η Γη της Λεβεντιάς
Κρητικά Μερακλήκια
του Δημητρίου Βασ. Σαμόλη
Το χωριό μου
Στο μέσα Μυλοπόταμο είσαι θεμελιωμένο
χωριό μου που Αΐμονα σ’ έχουνε βαφτισμένο.
Πως να τις γράψω στο χαρτί τις τόσες ομορφιές σου
ρίγανη και φασκόμηλο μυρίζουν οι πλαγιές σου.
Γύρω – τριγύρω τα βουνά σ’ έχουν περικυκλώσει
θυμάρια κι άγρια δεντρά έχουν εκεί φυτρώσει.
Και μέσα στα χαμόκλαδα πέρδικες κελαηδούνε
του Πλαστουργού Πατέρα μας τα έργα εξυμνούνε.
Απέναντι σου είν’ η Κορφή μπροστά σου η Παπούρα
και η Κεφάλα δεξιά και πίσω σου η Πλακούρα.
Αριστερά τον Κρέβατο έχεις και κάθε μέρα
βλέπει ο βοσκός τις αίγες του και παίζει τη φλογέρα.
Μικρό χωριό μου γραφικό με τα πολλά πηγάδια
γλυκές καντάδες κάνουνε οι νεαροί βράδια.
Φιλότιμοι κι εργατικοί είν’ οι ντελικανίδες
κάνουν παρέα όμορφη κι είν’ όλοι μερακλήδες.
Μα κι οι κοπέλες του χωριού έχουν πιτηδιωσύνη
στο κέντημα στον αργαλειό στη νοικοκυροσύνη.
Στη μέση – μέση του χωριού έχει τον ανδριάντα
και μαρτυρά ποιοι πέσανε στο Έπος του Σαράντα.
Ο πολιούχος του χωριού τη πρώτη του Γενάρη
γιορτάζει κι έχει το χωριό τότε χαρά και χάρη.
Μια εκκλησιά με κτήτορα τον Αγιοτομανόλη
τσ’ Αγίους πάντες έχομε και τους τιμούμε όλοι.
Στη μέση του καλοκαιριού είκοσι εφτά αλωνάρη
τ’ Αγίου Παντελεήμωνα γιορτάζουμε τη χάρη.
Είναι και η άλλη εκκλησιά , της Παναγιάς η χάρη
γιορτάζει στον Αΐμονα κάθε δεκαπεντάρη.
Το ριγολόγο Άγιο Πρόδρομο Ιωάννη
έχομε και γιορτάζομε ρίγος να μη μας πιάνει.
Οκτώμβριο γιορτάζουμε τον Άγιο Δημήτρη
που απέναντί του βρίσκεται το πατρικό μου σπίτι.
Το τόπο που γεννήθηκα ποτέ δε θα ξεχάσω
εκτός να πάθω ατύχημα τη μνήμη μου να χάσω
Το 24ωρο του ταξιτζή
Ο ταξιτζής απ’ την αυγή πηγαίνει μάνι – μάνι
στην παγωνιά προτού να μπουν καράβια στο λιμάνι.
Και περιμένει στη σειρά κι είναι η χαρά του τόση
όταν του έρθει βολικά αγώι να φορτώσει.
Είναι και μερικές φορές που όσο κι αν ελπίζει
άδικα χάνει τον καιρό και αδειανός γυρίζει
Στο δρόμο της επιστροφής ψάχνει να βρει πελάτη
γαρίδα κάνει συνεχώς το δεξιό του μάτι.
Πάει σε πιάτσα κοντινή να πιάσει την σειρά του
ελπίζει σε καλό σεφτέ, να ‘ναι πολύ η χαρά του.
Και το κεφάλι του κρατεί με το ζερβό του χέρι
κι αναπολεί πότε θα ‘ρθει ξανά το καλοκαίρι.
Πρώτος στην πιάτσα όταν ‘ρθει είναι χαρά γεμάτος
ελπίζει στον ασύρματο κι έρχεται ποδαράτος.
Αν του αφήσει μπουρμπουάρ το’ χει καλό σημάδι
καλά θα πάει η μέρα του σκέφτεται μέχρι βράδυ.
Άλλος θα πάρει το ταξί να πάει στη δουλειά του
κι ο άλλος στο σχολείο τους θα πάει τα παιδιά του.
Άλλος πηγαίνει στο γιατρό διότι πόνους έχει
κι άλλος γυρεύει για ταξί και για το Ι. Κ. Α. τρέχει.
“Τρέξε να ζήσεις ταξιτζή”, του λέει η γκαστρωμένη,
“γιατί έχω κλείσει ραντεβού γιατρός με περιμένει.”
Ακόμα κι ετοιμόγεννη μες το ταξί του βάνει
καμιά φορά και την μαμή χωρίς να θέλει κάνει.
“Τρέξε στ’ αεροδρόμιο τ’ αεροπλάνο χάνω,
κι ανέ μου φύγει, ταξιτζή, ύστερα τι θα κάνω;”
Όταν θα βρει τουρίστρια, αμέσως τρουλαυτιάζει
και την ταρίφα του ξεχνά καμιά φορά να βάζει.
Όταν θα γίνει ατύχημα αυτός θα ειδοποιήσει
και αν περνά απ’ το χέρι του πρώτος θα βοηθήσει.
Τον χτυπημένο στον γιατρό ο ταξιτζής θα τρέξει
με κίνδυνο πιστέψτε με καμιά φορά να μπλέξει.
Μέσω ραδιοδίκτυου ζητά ασθενοφόρο
για κείνους που στην άσφαλτο πληρώνουν αίμα φόρο.
Μέσω ραδιοδίκτυου ζητά και την τροχαία
αν γίνει μποτιλιάρισμα ή άλλα στραβά τυχαία.
Αν ήτανε μονά – ζυγά κι οι δρόμοι αδειασμένοι
απ’ το διπλοπαρκάρισμα θα ‘μαστε ευτυχισμένοι.
Συνάδελφοι πιστέψτε με απάνω στη δουλειά μου
με το κυκλοφοριακό ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Πάντα την ώρα της αιχμής αυτό δεν είναι ψέμα
για να εισπράξει ο ταξιτζής πρέπει να φτύσει αίμα!
Ο ταξιτζής καθημερνώς όσο και να προσέχει
πως βρίσκεται στον κίνδυνο συνέχεια κατέχει.
Καθημερνώς ο ταξιτζής στους δρόμους που γυρίζει
τον βρίζουν άλλοι οδηγοί γιατί τους εμποδίζει.
Όση και να ‘χει υπομονή κάποτε τελειώνει
πως έχει γίνει ταξιτζής τώρα το μετανιώνει.
Κάθε πελάτη ο ταξιτζής θα εξυπηρετήσει
και θα ‘χει λόγο σοβαρό πού πάει αν ρωτήσει.
Είναι και κείνος άνθρωπος κάποτε θα πεινάσει
πρέπει να πάει σπίτι του να φάει, να χορτάσει.
Να πέσει στο κρεβάτι του λίγο να ημερέψει
να πάρει πάλι δύναμη για να ξαναδουλέψει.
Το βράδυ όταν ξαναβγεί για να ξαναδουλέψει
γίνετε βιοπαλαιστής μέχρι να επιστρέψει.
Όταν διασκεδάζουνε τα βράδια οι πελάτες
αυτός κολλά στο κάθισμα τις κουρασμένες πλάτες.
Και κάνει δρομολόγια να εξυπηρετήσει
για να εισπράξει, ασφαλώς πρέπει να ξενυχτήσει.
Φόβος και τρόμος στα ταξί είναι τα μηχανάκια
που οι νέοι σούζες κάνουνε στου Κάστρου τα σοκάκια.
Το τι κινδύνους συνεχώς καθένας διατρέχει
στο κάθε δρομολόγιο μόνο αυτός κατέχει.
Αν χάσει μάλιστα κανείς στ’ αμάξι πορτοφόλι
“Ο ταξιτζής το βούτηξε”, μπορεί να πούνε όλοι.
Κάθε πελάτη πρόθυμα μες το ταξί του βάζει
στον μέθυσο βαρυγκωμεί και στραβομουτσουνιάζει.
Για το χατίρι αλλονών αυτός στεναχωράται
πως έχει γίνει ταξιτζής την μοίρα καταράται.
Αυτά παθαίνει ο ταξιτζής μα τι μπορεί να κάνει
αν είναι και πολύτεκνος τρέχει και δεν προφτάνει.
Σε όσα σας ανάφερα πράμα δεν είναι ψέμα
διότι μου συμβήκανε με τον καιρό και μένα.
Όταν σχολάσει ο ταξιτζής πάει να ξαποστάσει
και λέει “Δόξα το Θεό” μπροστά στο εικονοστάσι.
“Τελείωσα και σήμερα κι απόφυγα το Χάρο
χωρίς να με τρακάρουνε και δίχως να τρακάρω.
Έχει ο Θεός για αύριο κουράγιο θα μου δώσει
να ξαναπάω στη δουλειά προτού να ξημερώσει!”
Ηράκλειο 30 Ιανουαρίου 1998
Μες των μαθιών σου το γιαλό
Μες των μαθιών σου το γιαλό η σκέψη ταξιδεύει
και το λιμάνι του σεβντά στσ’ αγκάλες σου γυρεύει.
Των αμαθιών σου η θάλασσα λιμάνι πρέπει να ‘χει
χωρίς πυξίδα ψάχνω το μα φάρος δεν υπάρχει.
Τα μάθια σου ‘ναι πέλαγος που στον αφρό αρμενίζω
και στο λιμάνι να βρεθώ της αγκαλιάς σου ελπίζω.
Στων αμαθιών σου τα νερά τα γαλανά κερά μου
χρυσόψαρα γενίκανε όλα τα όνειρά μου.
Η σκέψη μου στα γαλανά νερά των αμαθιών σου
έγινε βάρκα του σεβντά στη τύχη των χεριών σου.
Στων αμαθιών σου τα νερά πορεία θα χαράξω
στσ’ αγκάλης σου την αμμουδιά να ‘ρθω να προσαράξω.
Τα πιο καλά ταξίδια μου στα μάθια σου τα κάνω
που δε χρειάζομαι ποτέ σωσίβιο να βάνω.
Στα δυο σου μάτια ναυαγός είμαι χωρίς πυξίδα,
δίχως προσανατολισμό, σανίδα ούτε ελπίδα.
Χωρίς πυξίδα βρέθηκα κι είμαι εκτός πορείας
ναυάγησα και δώσε μου σανίδα σωτηρίας.
Στο χάρτη της αγάπης σου ποια ρότα να χαράξω
κι ίντα να βάλω μπούσουλα στσ’ αγκάλες σου ν’ αράξω.
Ταξίδια μες τα μάθια σου συχνά ο νους μου κάνει
και ψάχνει μες τσ’ αγκάλες σου τ’ απάνεμο λιμάνι.
Στης αγκαλιά σου τ’ όμορφο κι απάνεμο λιμάνι
έχει γαλήνη συνεχώς, μελτέμι δε το πιάνει.
Αραξοβόλι του σεβντά η αγκαλιά σου μοιάζει
που έχει ήρεμα νερά κι όλο το χρόνο λιάζει.
Αύρα τσ’ αυγής θαλασσινή, γλυκό μου μαϊστράλι
φυσήξατε κι αρμένισα στσ’ αγάπης τ’ ακρογιάλι,
Στα γαλανά τα μάθια σου έκαμα κρουαζιέρα
κι ήταν η ομορφότερη τση ζήσης μου η μέρα.
Το καταπληκτικότερο ταξίδι τση ζωής μου
το ‘καμα μες τα μάθια σου στο λόγο τση τιμής μου
Στο σπίτι του ξενιτεμένου Κρητικού
Μέσα στο σπίτι που τώρα μένω
έχω φυλάξει κάποια γωνιά,
να μου ζεστάνει ψυχή και σώμα
μέσα στου κόσμου την παγωνιά.
Λίγες εικόνες απ’ την πατρίδα
έχω μαζί μου στην ξενιτιά
κι ένα καντήλι για να φωτίζει
το εικονοστάσι και την καρδιά.
Είκοσι χρόνια ξενιτεμένος
έρχονται ώρες που νοσταλγώ
και στην πατρίδα για να γυρίσω
η μέρα να ‘ρθει παρακαλώ.
Τότε νομίζω πως το καντήλι
γίνεται φάρος και μ’ οδηγεί,
σαν τον αρχαίο τον Οδυσσέα
εις την πατρώα να φτάσω γη.
Αν έρθει φίλος στο φτωχικό μου
ή επισκέπτης περαστικός,
πως είμαι Έλληνας θα καταλάβει
κι ας είναι σύντομος και βιαστικός.
Στον χάρτη που ‘χω στον τοίχο απλώσει
με το Αιγαίο το γαλανό
και την Ελλάδα τη δοξασμένη
κάτω απ΄ τον ξάστερο τον ουρανό.
Ματιά θα ρίξει και θα θαυμάσει
θα με κοιτάξει και θα μου πει :
“Έλληνας είσαι; Και τόση ώρα
Πώς να μην το ‘χα κιόλας σκεφτεί;”
“Βλέπεις” , του λέω. “Δες παραλίες
και σμαραγδένια μικρά νησιά,
που ‘ναι ντυμένα όλο το χρόνο
με την γαλάζια τη φορεσιά.
Πήγαινε άδεια εις την Ελλάδα
κι ότι σ’ αρέσει μπορείς να βρεις
γύρο, σουβλάκια, ταβέρνες, ψάρια
και διασκέδαση για να χαρείς.”
Τον Βενιζέλο, το κομπολόι
κι ένα λυράκι με τη σειρά,
έχω κρεμάσει, να συμβολίζουν
τέχνη, μεράκι, κέφι, χαρά.
Μια βούργια δίπλα γεμάτη ξόμπλια
και μία βέργα κατσουνωτή
κι ένα μαντήλι που έχει κρόσσια
που οι Κρήτες βάνουν στη κεφαλή.
Όποιος και να ‘ναι ο επισκέπτης
θα του προσφέρω γλυκό κρασί
και θα προτείνω: “Ορίστε φίλε
μαζί με μένα θα πιεις κι εσύ.”
Παρέα αν θα ‘ρθει θα τους κεράσω
ούζο, ρετσίνα και τσικουδιά
“Καλή πατρίδα” να ευχηθούμε
“Αμήν και πότε μωρέ παιδιά!”
Αφιερωμένο στη μνήμη του αδερφού μου Μανόλη που έζησε 38 χρόνια στο Duisburg της Γερμανίας.
Σεβνταλίδικες
Αίτηση με χαρτόσημο έκανα στο σεβντά σου
κι υπόγραψες ότι με θες παντοτινά κοντά σου.
Για χάρη ενός παλιού σεβντά ακόμα υποφέρω
κι αν ξαναγιατρευτώ ποτέ ούτε εγώ δε ξέρω.
Φίλο τον είχα το σεβντά και σύμμαχο τα βράδια,
μα μ’ αρνηθήκατε κι οι δυο κι είν’ η ζωή μου άδεια.
Με τη καδένα του σεβντά ήμουν σφιχτά δεμένος
μαζί σου μα χωρίσαμε κι εδά ‘μαι προδομένος.
Σύμμαχο είχα το σεβντά και φίλο μπιστικό μου
που του ‘λεγα λεπτομερώς το κάθε μυστικό μου.
Φίλο τον είχα το σεβντά μια εποχή στα νιάτα
μέχρι που με παντόνιαρε αμοναχό στη στράτα.
Σεβντά κι ανέ το κάτεχα πως θα με παντονιάρεις
δε ‘θελα συβαστώ ποτέ ορτάκη να με πάρεις.
Πως τα κατάφερες σεβντά και παντονιάρισές με
και από αγάπες στη ζωή αλαργοξόρισές με.
Αντροκαταλυτή σεβντά, φίλε πιστέ τση νιότης
ορτάκης ήσουν μπιστικός μα γίνηκες προδότης.
Ίντα πως σ’ είχα συντροφιά σεβντά μου τόσα χρόνια
μ’ άφησες μόλις πέσανε στη κεφαλή μου χιόνια.
Της Αγάπης
Τάφο θα κάνω την καρδιά να θάψω την αγάπη
την πρώτη που με πότισε του χωρισμού το χάπι
Η πρώτη αγάπη στην καρδιά τ’ αποτυπώματά τζη
όποια κι αν είναι αφήνει τα τ’ αποτελέσματά τζη.
Πως μ’ αγαπάς αληθινά αν ήθελα κατέχω
όλα θα στα χαλάλιζα ότι έχω και δεν έχω.
Πως σ’ αγαπώ αληθινά το έχεις διαπιστώσει
μα ‘συ απ’ την αγάπη σου δείγμα δεν μου ‘χεις δώσει.
Ήθελα και να κάτεχα κοντό κι αναγνωρίζει
πως την αγάπησα πολύ χωρίς να το αξίζει;
Τσ’ αγάπης την αθιβολή μη φέρνετε ομπρός μου
γιατί ΄ναι ο έρωτας για με μοναδικός εχθρός μου.
Σαν την αγάπη την παλιά την πρώτη τη μεγάλη
στα χρόνια τα εφηβικά δεν ξανακάνω άλλη.
Πολλές φορές προσπάθειες κάνω απεγνωσμένες
να βγάλω από τη σκέψη μου αγάπες περασμένες.
Δεν σου ζητώ να μ’ αγαπάς ούτε σου επιμένω
μα ‘γώ για το χατίρι σου τα πάντα υπομένω
Επί μονίμου βάσεως το «σ’ αγαπώ» σου λέω
όμως εσύ αδιαφορείς και κάνεις με να κλαίω.
Ποιος σου ‘πε πως δεν σ’ αγαπώ να τονε μπαλοτάρω
να κάμω το τομάρι του πεσκέσι εις το Χάρο.
Έκανα την αγάπη σου πραγματική λατρεία
μα εσύ τηνε διαμοίρασες κοπέλα μου στα τρία.
Τις μαργαρίτες μη μαδάς μικρή μου να σου πούνε
ρώτα τα χείλη μου τα δυο να δεις πως σ’ αγαπούνε.
Μια μαργαρίτα μάδησα και πίστεψα στα φύλλα
πως μ’ αγαπούσε αληθινά μ’ αρνήθηκέ με η σκύλα.
Εγώ ‘χα την αγάπη της στα στήθια φυλαχτάρι
Θε μου και γιάϊντα άφησες άλλο να μου την πάρει
Είδα σε μόνο μια φορά μα όποιος κι αν σε θώριε
κόρη ακριβοθώρητη να σ’ αγαπήσει εμπόριε.
Στη χάρη του Αϊ- Γιωργιού θα γίνω ταξιμάρης
αρκεί να πεις πως μ’αγαπάς κι άλλο πως δε θα πάρεις.
Όπως τη πρώτη αγάπη σου μπλιο σου δε κάνεις άλλη
στο κόσμο ομορφότερη ούτε και πιο μεγάλη.
Στη προδομένη μου καρδιά έχω απαγορέψει
άλλη αγάπη στη ζωή να μην ξαναγυρέψει.
Τα Χριστούγεννα του γέρο – βοσκού
Χιόνια στα μαλλιά του ένα γεροντάκι
έχει κι είναι δίπλα στ’ αναμμένο τζάκι.
Του κορμιού τα μέλη λίγο να ζεστάνει
στο χαμόσπιτό του, δίπλα σε μια στάνη.
Τρίζουνε τα ξύλα όπως τα σκαλίζει
βράδιασε κι η ζέστη τώρα τον ζαλίζει.
Πάνω στο πεζούλι που ‘ναι καθισμένος
πιο πολύ απόψε νιώθει γερασμένος.
Στην καπνοσακούλα έβαλε το χέρι
με αργές κινήσεις όπως τόσοι γέροι.
Άρχισε να στρίβει πρόχειρα τσιγάρο
και αντροκαλούσε νοητά το Χάρο.
Με σκυφτό κεφάλι τον καπνό ρουφάει
όρεξη δεν έχει τίποτα να φάει.
Κάνει μόνο σκέψεις: «Αχ, και να μπορούσε
τους ξενιτεμένους γιους του να θωρούσε.»
Μαύρη σαν το τζάκι είναι η καρδιά του
χρόνια τώρα ζούνε και τα δυο παιδιά του
στα καταραμένα ξένα μακριά του
και καυτά κυλίσανε τα δάκρυά του.
Η γυναίκα που ‘χε, πέθανε κι εκείνη
το κοπάδι μόνο του ’χει τώρα μείνει
με το μπιστεμένο φύλακα του σκύλο,
το μοναδικό του σύντροφο και φίλο.
Κάτω στο χωριό του μόνος στο σκοτάδι
πήγαινε να βάνει στο καντήλι λάδι.
Δύο χρόνια τώρα κράταγε χατίρι
στην αγάπη που ‘χε μες στο κοιμητήρι.
Η βραδιά απόψε τον προβληματίζει
έξω κάνει κρύο συνεχώς χιονίζει
και το συλλογιέται πως να ξεπορτίσει
περασμένη ώρα να κατηφορίσει.
Δάκρυα καινούρια τρέξαν’ απ’ τα μάτια
νιώθει την καρδιά του τέσσερα κομμάτια.
Δίχως να το θέλει τα παλιά θυμάται
σφάλισαν τα μάτια και λαγοκοιμάται.
Ξαφνικά στο τζάκι τρίζει το κουτσούρι
το χοντροκομμένο με βαρύ τσεκούρι.
Ξύπνησε ο γέρος κι όρθιος πετιέται
φόρεσε την κάπα άλλο δεν κρατιέται.
Έτριψε τα χέρια και χαμογελούσε
άρπαξε τη βέργα και παρακαλούσε,
κλείνοντας την πόρτα κάνει το σταυρό του
και πιστεύει όσα είδε στ’ όνειρό του.
Ένιωσε πως έχει πάλι ξανανιώσει
για τις πρώτες σκέψεις είχε μετανιώσει.
«Ο Θεός ποτέ Του δεν ξεχνά κανένα
δε θα λησμονούσε», είπε, «ούτε εμένα!»
Όλη πλάση τώρα έχει γαληνέψει
άλλο δε χιονίζει ποιος θα το πιστέψει;
Τ΄ ουρανού τ’ αστέρια πως φεγγοβολούνε
σαν τα δυο του μάτια π’ αστραποβολούνε.
Σήμαινε η καμπάνα όταν στο χωριό του
φτάνει κι αντικρίζει το μεγάλο γιο του
να τον περιμένει σαν την οπτασία
με πολλή λαχτάρα μπρος την εκκλησία.
Βούρκωσαν τα μάτια όπως κοιταχτήκαν
ύστερα οι δυο τους σφιχταγκαλιαστήκαν
Είπε ο νιος στο γέρο: «Δες και τη Μαρία»
κι απ’ τ’ αμάξι βγαίνει μια κομψή κυρία
«Άργησε το πλοίο, ήρθε αργά στη χώρα
φτάσαμε πατέρα περασμένη ώρα.
Κοίτα όμως τώρα και τον έγγονό σου
έχει τ’ όνομα σου είν’ απόγονός σου.»
Ένα αγοράκι έφεραν κοντά του
που ‘φτανε περίπου ως τα γόνατά του.
Τ’ αγκαλιάζει λέει: «Μα… εσύ μωρό μου
είσαι τ’ αγγελούδι που είδα στ’ όνειρό μου!»
Και ρωτά: «Στ’ αμάξι μήπως είναι κι άλλοι;»
κι απ’ την πίσω πόρτα βλέπει το Μιχάλη,
το μικρό το γιο του που ΄φυγε βλαστάρι
να ΄χει γίνει τώρα τέτοιο παλικάρι!
Όπως ήταν τώρα όλο αγκαλιασμένοι
μεσ’ την εκκλησία μπήκαν μαζεμένοι
κι άναψαν κεράκια μπρος την Παναγία
κι όταν τελειώνει η Θεία Λειτουργία,
ξεφωνίζει ο γέρος για ν’ ακούσουν όλοι:
«Άγια Νύχτα απόψε τι μεγάλη σκόλη!
Ήρθαν τα παιδιά μου τα ξενιτεμένα,
ο Χριστός γεννάται σήμερα για μένα!»
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τα Χριστούγεννα 1993 στην εφημερίδα «Κολλητήρι» του Αντώνη ή Τζαμπαντώνη.